- μυγαλαῖ
- μῡγαλαῖ , μυγαλῆshrewmousefem nom/voc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιοβολώ — (I) ἰοβολῶ, έω (Α) [ιοβόλος (Ι)] ρίχνω βέλη, τοξεύω. (II) ἰοβολῶ, έω (Μ) [ιοβόλος (II)] χύνω δηλητήριο («μυγαλαῑ ἰοβολοῡσαι», Γεωπ.) … Dictionary of Greek